- πολυ-φίλητος
πολυ-φίλητος, vielgeliebt, Schol. Theocr. 15, 86, als Erkl. von τριφίλητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-φίλητος, vielgeliebt, Schol. Theocr. 15, 86, als Erkl. von τριφίλητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυφίλητος — η, ο / πολυφίλητος, ον, ΝΑ αυτός που τόν αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»), πρβλ. ευ φίλητος] … Dictionary of Greek
θεοφίλητος — θεοφίλητος, ον (Α) αυτός τον οποίο αγαπά ο θεός ή οι θεοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + φίλητος (< φιλώ), πρβλ. α φίλητος, πολυ φίλητος] … Dictionary of Greek
παντοφίλητος — ον, Μ αγαπητός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φιλητός (< φιλώ), πρβλ. πολυ φίλητος] … Dictionary of Greek
τριφίλητος — ον, Α τρισαγαπημένος, πολυαγαπημένος («τριφίλητος Ἄδωνις», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φιλητός (< φιλῶ), πρβλ. πολυ φίλητος] … Dictionary of Greek
ευφίλητος — εὐφίλητος, ον (Α) αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)] … Dictionary of Greek