πολυ-φυής

πολυ-φυής

πολυ-φυής, ές, vielartig, mannichfaltig; Arist. H. A. 1, 11; Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυφυής — ές, ΝΑ αυτός που έχει πολλαπλή φύση, πολυειδής, πολύμορφος, πολυποίκιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυής (< φυή ή φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. ευ φυής, μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • ολοφυής — ὁλοφυής, ιων. τ. οὐλοφυής, ές (Α) 1. αυτός που συνίσταται από ένα μόνο τεμάχιο, ενιαίος, μονοκόμματος 2. (στον ιων. τ.) αυτός που βρίσκεται εξ ολοκλήρου στη φυσική του κατάσταση, τραχύς, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φυής (< φύω,… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοφυής — ές, ΝΑ αυτός που γεννήθηκε ή παράχθηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φυής (< φυή / φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. πολυ φυής] …   Dictionary of Greek

  • υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”