- πολυ-φράδμων
πολυ-φράδμων, = πολυφραδής; Ἀφροδίτη, Opp. Hal. 4, 28; a. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1311; Nonn. D. 5, 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-φράδμων, = πολυφραδής; Ἀφροδίτη, Opp. Hal. 4, 28; a. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1311; Nonn. D. 5, 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοφράδμων — και κακοφράσμων, ον (Α) (ποιητ. λ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυ φράδμων] … Dictionary of Greek
ομοφράδμων — ὁμοφράδμων, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος, σύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φράδμων (< φράζω «μιλώ, εξηγώ»), πρβλ. κακο φράδμων, πολυ φράδμων] … Dictionary of Greek
πολυφράδμων — Τραγικός ποιητής, γιος του ποιητή Φρύνιχου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό μαζί με τον Αισχύλο και ήρθε τρίτος με το έργο του Λυκουργεία. * * * ον, Α πολυφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (<… … Dictionary of Greek