- πολυ-τρώκτης
πολυ-τρώκτης, ὁ, der viel Essende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τρώκτης, ὁ, der viel Essende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυτρώκτης — ὁ, Α αυτός που τρώει πολύ, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] … Dictionary of Greek
πέστροφα — Κοινό όνομα μερικών τελεόστεων ψαριών του γένους σολομός (salmo), της οικογένειας των Σολομιδών. Τα ψάρια αυτά, η ταξινόμηση των οποίων μέχρι σήμερα αμφισβητείται, ζουν στα εσωτερικά νερά και στις θάλασσες της Ευρώπης. Κυριότερος εκπρόσωπος τους… … Dictionary of Greek
αλυσία — (alysia). Γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας των βρακονιδών, που αριθμεί γύρω στα 80 είδη. Όλα ζουν στην Ευρώπη. Έχουν πολύ μικρό σώμα (γύρω στα 0,3 έως 0,8 εκ.), και κεραίες ίσου μήκους με το σώμα και καμπυλωμένες στα άκρα. Οι προνύμφες… … Dictionary of Greek