- πολυ-τρήρων
πολυ-τρήρων, ονος, taubenreich, Θίσβη, Μέσση, Il. 2, 502. 582.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τρήρων, ονος, taubenreich, Θίσβη, Μέσση, Il. 2, 502. 582.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυτρήρων — ωνος, ὁ, ἡ, Α (επικ. τ.) αυτός που έχει πολλά περιστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρήρων «περιστερά» (πρβλ. ευ τρήρων)] … Dictionary of Greek