- πολυ-τραφής
πολυ-τραφής, ές, viel nährend, fruchtbar, D. Sic. 2, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τραφής, ές, viel nährend, fruchtbar, D. Sic. 2, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυτραφής — ές, Α (για χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς, πάρα πολύ εύφορος («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον ὕδωρ ἐνθάλπουσαν», Διόδ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τραφής (< θ. τραφ τού τρέφω*, πρβλ. ἐ τράφ ην), πρβλ. ευ τραφής] … Dictionary of Greek
υπερτραφής — ές / ὑπετραφής, ές, ΝΜΑ πολύ ευτραφής, παραθρεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τραφής (< συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ τού τρέφω), πρβλ. πλουτο τραφής] … Dictionary of Greek