πολυ-τρόχαλος

πολυ-τρόχαλος

πολυ-τρόχαλος, viel od. oft laufend, geläufig, bei Christod. 1, 15 auch ἀγοραί


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυτρόχαλος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται σε αδιάκοπη, διαρκή κίνηση, θορυβώδης («πολυτρόχαλοι ἀγοραί», Χριστόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τροχαλός (< τροχός < τρέχω), πρβλ. ποδο τρόχαλος] …   Dictionary of Greek

  • τρόχαλο — το, Ν 1. χαλίκι, σκύρο 2. βότσαλο, κροκάλη 3. φρ. α) «έφαγε τα τρόχαλα» μτφ. κατέβαλε επίμονες και απεγνωσμένες προσπάθειες, χάλασε τον κόσμο β) «έφαγε τρόχαλα και χαλινάρι» μτφ. έκανε πολλούς δρόμους, ταλαιπωρήθηκε από το πολύ περπάτημα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”