πολυ-σήμαντος

πολυ-σήμαντος

πολυ-σήμαντος, Vieles bezeichnend, viel bedeutend, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετεροσήμαντος — ἑτεροσήμαντος, ον (Μ) αυτός που έχει άλλη, διαφορετική σημασία. επίρρ... ἑτεροσημάντως με ἄλλη σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. α σήμαντος, πολυ σήμαντος] …   Dictionary of Greek

  • μονοσήμαντος — η, ο (ΑΜ μονοσήμαντος, ον) (για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο σημασία, μονόσημη νεοελλ. (για παράσταση μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο σύμβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ σήμαντος] …   Dictionary of Greek

  • πολυσήμαντος — η, ο / πολυσήμαντος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει πολλά («πολυσήμαντη λέξη») νεοελλ. αυτός που έχει μεγάλη σημασία, βαρυσήμαντος αρχ. φρ. «Περί πολυσήμαντων λέξεων» τίτλος έργου τού Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ταυτοσήμαντος — η, ο / ταὐτοσήμαντος, ον, ΝΜΑ ταυτόσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ σήμαντος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοσήμαντος — ον, Μ αυτός που έχει χρυσή σφραγίδα, χρυσόβουλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ σήμαντος] …   Dictionary of Greek

  • βαρυσήμαντος — η, ο (για λόγο ή πράξη) αυτός που έχει μεγάλη σπουδαιότητα, που είναι πολύ σημαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σημαντός < σημαίνω «είμαι άξιος λόγου». Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Κ. Η. Βασιάδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”