πολυ-σέβαστος

πολυ-σέβαστος

πολυ-σέβαστος, = Folgdm, das lat. augustissimus, Crinag. 21 (IX, 419), Καῖσαρ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυσέβαστος — η, ο / πολυσέβαστος, ον, ΝΜΑ, επικ. τ. πουλυσέβαστος, ον, Α πολύ σεβάσμιος, πολύ σεβαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σεβαστός] …   Dictionary of Greek

  • μονοσέβαστος — μονοσέβαστος, ον (Α) ο μόνος που είναι άξιος σεβασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σεβαστός (πρβλ. πολυ σέβαστος)] …   Dictionary of Greek

  • τρισέβαστος — η, ο / τρισέβαστος, ον, ΝΜ πάρα πολύ σεβαστός («πήρες την τρισέβαστη / θωριά τού μαρτυρίου», Παλαμ.) μσν. (ως τίτλος τού αυτοκράτορα) πολυσέβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + σεβαστός] …   Dictionary of Greek

  • υπερσέβαστος — ον, Μ [σεβαστός] πάρα πολύ σεβαστός («τὴν ἱεράν σου καὶ ὑπερσέβαστον κεφαλήν», Ψελλ.) …   Dictionary of Greek

  • περίσεμνος — ον, Α πολύ σεμνός, πολύ σεβαστός, εξαιρετικά σεβάσμιος («τὴν περίσεμνον τριάδα», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • πολυζήλωτος — και δωρ. τ. πολυζάλωτος, ον, Α 1. πολύ σεβαστός («καί μοι πολυζήλωτος ἀεὶ σὺν θεοῖσι φοιτᾷ», Ευρ.) 2. πολυθαύμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζηλωτός (< ζηλῶ), πρβλ. αξιο ζήλωτος] …   Dictionary of Greek

  • πανσεβάσμιος — α, ο / πανσεβάσμιος, ον, ΝΜΑ σεβάσμιος σε όλους, πάρα πολύ σεβαστός, πάνσεπτος («Πάσχα μυστικόν, Πάσχα πανσεβάσμιον», Ακολ. Κυρ. Πάσχα) μσν. αρχ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ πανσεβάσμιος τιμητική προσωνυμία στους Βυζαντινούς συγγραφείς …   Dictionary of Greek

  • περαγείς — ὁ, Α (βοιωτ. τ.) πολύ σεβαστός …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”