- πολυ-σμάραγος
πολυ-σμάραγος, viel od. sehr rauschend, tönend, = πολύηχος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-σμάραγος, viel od. sehr rauschend, tönend, = πολύηχος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυσμάραγος — ον, Α (για θάλασσα ή ποταμό) αυτός που παράγει μεγάλο θόρυβο, πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κροτώ»), πρβλ. φιλο σμάραγος] … Dictionary of Greek