πολυ-σκώμμων

πολυ-σκώμμων

πολυ-σκώμμων, ωνος, viel scherzend, Poll. 6, 171.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυσκώμμων — ονος, ὁ, ἡ, Α πολύ σκωπτικός, αυτός που αρέσκεται να περιπαίζει, να κοροϊδεύει τους άλλους, χλευαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκώμμων (< σκῶμμα < σκώπτω), πρβλ. φιλο σκώμμων] …   Dictionary of Greek

  • ευσκώμμων — εὐσκώμμων, ον (Α) επιδέξιος στους αστεϊσμούς ή στις απαντήσεις, ετοιμόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκώμμων (< σκώμμα «αστεϊσμός»), πρβλ. πολυ σκώμμων, φιλο σκώμμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”