πολυ-πότις

πολυ-πότις

πολυ-πότις, , fem. zum Vorigen, Ael. V. H. 2, 41.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πότης — ο, ΝΑ, και θηλ. πότις, ιδος, Α αυτός που πίνει κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά σε μεγάλη ποσότητα, μέθυσος, μπεκρής αρχ. (για λύχνο) αυτός που καταναλώνει πολύ λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω (βλ. λ. πίνω) + κατάλ. της] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”