πληρωτικός

πληρωτικός

πληρωτικός, voll machend, ausfüllend, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πληρωτικός — filling up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτικός — ή, ό / πληρωτικός, ή, όν, ΝΑ και πλερωτικός, ή, ό, Ν [πληρώ] νεοελλ. αυτός που γίνεται ή εκτελείται με πληρωμή, τοῑς μετρητοίς, με την άμεση καταβολή χρημάτων αρχ. 1. αυτός που μπορεί να γεμίζει («δύναμις πληρωτική κοιλωμάτων», Πτολ.) 2. ιατρ.… …   Dictionary of Greek

  • πληρωτικά — πληρωτικός filling up neut nom/voc/acc pl πληρωτικά̱ , πληρωτικός filling up fem nom/voc/acc dual πληρωτικά̱ , πληρωτικός filling up fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτικῶν — πληρωτικός filling up fem gen pl πληρωτικός filling up masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτικόν — πληρωτικός filling up masc acc sg πληρωτικός filling up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτικαῖς — πληρωτικός filling up fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτικαί — πληρωτικός filling up fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτικοί — πληρωτικός filling up masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτικῆς — πληρωτικός filling up fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτικῇ — πληρωτικός filling up fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτική — πληρωτικός filling up fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”