- ποδ-ῶκυς
ποδ-ῶκυς, späte u. schlechte Form statt ποδώκης, Lob. Phryn. p. 537.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδ-ῶκυς, späte u. schlechte Form statt ποδώκης, Lob. Phryn. p. 537.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππώκης — ἱππώκης, εος, ὁ (Α) αυτός τού οποίου το άρμα έχει ταχείς ίππους («ἱππώκης ἀέλιος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ώκης (< *ὦκος < ὠκυς «ταχύς»), πρβλ. ανεμ ώκης, ποδ ώκης] … Dictionary of Greek
πτερυγωκής — ές, Α. αυτός που έχει γρήγορα φτερά, που μπορεί και πετάει πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + ωκης (< ὠκύς, μέσω αμάρτυρου *ὦκος, τὸ), πρβλ. ανεμ ώκης, ποδ ώκης] … Dictionary of Greek