πλανήτης

πλανήτης

πλανήτης, , irrend, berumschweifend; Soph. O. C. 3. 123; Eur. Hel. 1692; βίος, Heracl. 878; τοὺς πλανήτας ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους καλοῦμεν, Plat. Rep. II, 371 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλανήτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… …   Dictionary of Greek

  • πλανήτης — ο ετερόφωτο άστρο που κινείται γύρω από τον ήλιο: Στους εννιά γνωστούς πλανήτες ανήκει και η Γη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλανητῆς — πλανητός wandering fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανῆτα — πλανήτης masc voc sg πλανήτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανητῶν — πλανήτης masc gen pl πλανητός wandering fem gen pl πλανητός wandering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανήταις — πλανήτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανήτου — πλανήτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανήτῃ — πλανήτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”