ποδ-ήρης

ποδ-ήρης

ποδ-ήρης, ες, bis auf die Füße reichend, sie berührend; πέπλοι ποδήρεις, Eur. Bacch. 831; χιτών, Xen. Cyr. 6, 4, 2; auch ἀσπίς, 6, 2, 10; Folgde; auch πώγων, Plut. ad. et am. discr. 9. – Bei Aesch. ist στύλος ποδήρης ὑψηλῆς στέγης ein hoher Pfeiler, Ag. 872, u. τὰ ποδήρη, neben χερῶν ἄκρους κτένας, ib. 1576, sind die Füße selbst. – Nach Hesych auch ein Schiff, das Ruder statt der Füße hat.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κισσήρης — κισσήρης, ῆρες (Α) κισσηρεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχ ήρης, ποδ ήρης] …   Dictionary of Greek

  • κλινήρης — ες (AM κλινήρης, ες, Μ και κλινάρης, ες) ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ήρης (Ι) (<… …   Dictionary of Greek

  • λευκήρης — λευκήρης, ες (Α) λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + επίθημα ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ ήρης, ποδ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • λιχμήρης — λιχμήρης, ῆρες (Α) (για φίδι) αυτό που κινεί τη γλώσσα του σαν να γλείφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + ήρης(< ἀραρίσκω «κρεμώ» (πρβλ. ποδ ήρης, τοξ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • ξιφήρης — ες (Α ξιφήρης, ῆρες) οπλισμένος με ξίφος, αυτός που κρατά ξίφος και είναι έτοιμος για επίθεση νεοελλ. αυτός που ξιφουλκεί, που ανασύρει το ξίφος, που ξεσπαθώνει, που τραβά το σπαθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + ήρης (< ἀρα ρίσκω «συνδέω, εφοδιάζω»),… …   Dictionary of Greek

  • τειχήρης — ήρες Α 1. κλεισμένος μέσα στα τείχη, πολιορκημένος (α. «τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδήου τὴν γῆν», Θουκ. β. «τειχήρης γάρ εἰμι καὶ πολιορκούμενος γράφω», Συνέσ.) 2. προστατευμένος με τείχη, τειχισμένος («τειχήρεις ὁρῶντες τοὺς Ἰλιέας», Στράβ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μεσήρης — και ποιητ. τ. μεσσήρης, ῆρες (Α) αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μέσος ή μεσαίος («πρός... γαίας μεσσήρεις ἕδρας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. ήρης (πρβλ. ποδ ήρης). Για τον τ. με δύο σ βλ. λ. μέσος] …   Dictionary of Greek

  • νοήρης — νοήρης, ες (Α) αυτός που έχει πνευματική ευστροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. ήρης (πρβλ. ποδ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • ομβρήρης — ὀμβρήρης, ες (Α) βρόχινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + ήρης (< ἀραρίσκω «συναρτώ»), πρβλ. ποδ ήρης] …   Dictionary of Greek

  • στεγήρης — ῆρες, Α στεγασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη + κατάλ. ήρης (Ι)* (πρβλ. ποδ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • στιχήρης — ῆρες, Α 1. τοποθετημένος κατά στίχους ή σειρές, αραδιαστός («πρὸς χορὸν στιχήρη... ἀλλήλων εἴχοντο», Ηλιόδ.) 2. στιχουργημένος («τὰ παρ αὐτοῑς στιχήρη δι ἐπῶν λέγεται», Ευσ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στιχήρη εκκλ. τα στιχηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”