- πονητικός
πονητικός, zum Arbeiten gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πονητικός, zum Arbeiten gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πονητικός — laborious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονητικός — ή όν, Α [πονῶ] ο γεμάτος πόνους και κόπους, επίπονος, επίμοχθος … Dictionary of Greek
πονητικά — πονητικός laborious neut nom/voc/acc pl πονητικά̱ , πονητικός laborious fem nom/voc/acc dual πονητικά̱ , πονητικός laborious fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονητικόν — πονητικός laborious masc acc sg πονητικός laborious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονητικοί — πονητικός laborious masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονητικούς — πονητικός laborious masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπονητικός — κακοπονητικός, ή, όν (Α) αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική ἕξις τοῡ σώματος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πονητικός «ο γεμάτος ταλαιπωρίες» (< πονῶ)] … Dictionary of Greek