- πημοσύνη
πημοσύνη, ἡ, = πημονή, πῆμα, Aesch. Prom. 1060, im plur.; vgl. Valck. Diatr. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πημοσύνη, ἡ, = πημονή, πῆμα, Aesch. Prom. 1060, im plur.; vgl. Valck. Diatr. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πημοσύνη — ἡ, Α η πημονή*, συμφορά, δυστύχημα, πάθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῆμα + κατάλ. σύνη (πρβλ. οικτο σύνη)] … Dictionary of Greek
πημοσύναις — πημοσύνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοσύνην — πημοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοσύνας — πημοσύνᾱς , πημοσύνη fem acc pl πημοσύνᾱς , πημοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)