- πονηρό-φιλος
πονηρό-φιλος, böse od. schlechte Menschen liebend, Arist. pol. 5, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πονηρό-φιλος, böse od. schlechte Menschen liebend, Arist. pol. 5, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
σαπρόφιλος — η, ο / σαπρόφιλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. βιολ. χαρακτηρισμός οργανισμού που αναπτύσσεται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε αποσύνθεση και από τις οποίες αντλεί τις θρεπτικές του ουσίες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπρόφιλα ζωολ.… … Dictionary of Greek
χρηστόφιλος — ον, Α 1. αυτός που έχει χρηστούς φίλους 2. έμπιστος φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φίλος (< φίλος*), πρβλ. πονηρό φιλος] … Dictionary of Greek
φειδωλόφιλος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που αγαπά τους φειδωλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φειδωλός + φιλος (< φίλος), πρβλ. πονηρό φιλος] … Dictionary of Greek
φιλόφιλος — ον, Α αυτός που αγαπά τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φίλος (πρβλ. πονηρό φιλος)] … Dictionary of Greek
φιλοπόνηρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει τάση προς το πονηρό 2. φίλος πονηρών ανθρώπων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπόνηρον η φιλοπονηρία*. επίρρ... φιλοπονήρως Μ με φιλοπονηρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πονηρός] … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek