- πονηρό-πολις
πονηρό-πολις, ἡ, Stadt der Bösewichter; Theopomp. bei Suid.; Plut. de curios. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πονηρό-πολις, ἡ, Stadt der Bösewichter; Theopomp. bei Suid.; Plut. de curios. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek