ποδ-αλγής

ποδ-αλγής

ποδ-αλγής, ές, an den Füßen Schmerzen leidend, D. L. 5, 68 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • στομαλγώ — έω, Α πάσχω από στομαλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + αλγῶ (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. ποδ αλγῶ] …   Dictionary of Greek

  • χειραλγός — ὁ, Α αυτός που υποφέρει από αρθριτικούς πόνους στα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + αλγός, άλλος τ. τού αλγής (< ἄλγος), κατά τη θεματ. κλίση (πρβλ. ποδ αλγός)] …   Dictionary of Greek

  • χειροποδαλγός — όν, Α αυτός που πάσχει και από χειράγρα και από ποδάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + πούς, ποδός + αλγός, άλλος τ. τού αλγής (< ἄλγος), σχηματισμένος κατά την θεματ. κλίση (πρβλ. ποδ αλγός, χειρ αλγός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”