- ποδ-αλγία
ποδ-αλγία, ἡ, Fußschmerz, auch = ποδάγρα, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδ-αλγία, ἡ, Fußschmerz, auch = ποδάγρα, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek