- προς πλέω
προς πλέω (s. πλέω), noch dazu hinan-, heranschiffen, bes. gegen den Feind; Her. 7, 194; Thuc. 2, 83 u. öfter, wie Xen.; προςπλεύσας ἐν πλοίῳ, Dem. 23, 78; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς πλέω (s. πλέω), noch dazu hinan-, heranschiffen, bes. gegen den Feind; Her. 7, 194; Thuc. 2, 83 u. öfter, wie Xen.; προςπλεύσας ἐν πλοίῳ, Dem. 23, 78; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek
καταπλέω — (AM καταπλέω, Α και ιων. τ. καταπλώω) 1. πλέω από το πέλαγος προς την ακτή, κατευθύνομαι με πλοίο προς το λιμάνι, εισέρχομαι σε λιμάνι ή όρμο, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι 2. φρ. «καταπλέω τον ποταμό(ν)» πλέω προς τις εκβολές, κατά το ρεύμα τού… … Dictionary of Greek
αναπλέω — (Α ἀναπλέω και ιων. ἀναπλώω και επικ. ἀναπλείω) [πλέω] πλέω προς τα επάνω, πλέω αντίθετα προς το ρεύμα ποταμού, θάλασσας κ.λπ. ή την κατεύθυνση τών ανέμων || ( νεοελλ.) αποπλέω, εκπλέω αρχ.1. πλέω στα ανοιχτά, ταξιδεύω 2. ανεβαίνω στην επιφάνεια … Dictionary of Greek
εναντιοδρομώ — ( έω) (Α ἐναντιοδρομῶ) τρέχω, κινούμαι προς κάποιον κατ αντίθετη προς αυτόν διεύθυνση και τόν συναντώ νεοελλ. ναυτ. πλέω κατ αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε άλλο πλοίο, με την πλώρη να κατευθύνεται προς την πλώρη του, πλέω αντίπρωρα (ανάπλωρα),… … Dictionary of Greek
πλαγιάζω — Ν ΜΑ [πλάγιος] (σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
επιπλέω — (Α ἐπιπλέω και ιων. τ. ἐπιπλώω) [πλέω] 1. πλέω ή ανεβαίνω και παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ ὕδωρ... ὥστε μηδὲν οἷόν τε εἶναι ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, μήτε ξύλον», Ηρόδ.) 2. ακολουθώ άλλο πλοίο ή στόλο («ἐπέπλει κατόπιν ἐπί παντὶ… … Dictionary of Greek
πλώω — Α ιων. τ. πλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. πλώω (< *πλώ[F]ω) ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *pleu τού ρ. πλέω* (πρβλ. ῥέω: ῥώομαι) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. plavati «κολυμπώ», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με… … Dictionary of Greek
παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… … Dictionary of Greek
παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… … Dictionary of Greek
όρτσα — επιφών. 1. ναυτ. παράγγελμα που χρησιμοποιείται στο ιστιοφόρο ναυτικό και σημαίνει τη στροφή τού πλοίου ώστε να αποκτήσει πορεία αντίθετη προς τη διεύθυνση τού ανέμου 2. φρ. α) «όρτσα (α)λα μπάντα» ναυτ. πρόσαγε, δηλ. στρέψε την πλώρη προς τον… … Dictionary of Greek