- πλακουντικός
πλακουντικός, kuchenartig, Ath. II, 58 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλακουντικός, kuchenartig, Ath. II, 58 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλακουντικός — ή, όν, Α [πλακοῡς, οῡντος] ο όμοιος με πλακούντα … Dictionary of Greek
πλακουντικά — πλακουντικός like a cake neut nom/voc/acc pl πλακουντικά̱ , πλακουντικός like a cake fem nom/voc/acc dual πλακουντικά̱ , πλακουντικός like a cake fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακουντικοῖς — πλακουντικός like a cake masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακουντικοῦ — πλακουντικός like a cake masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακουντικούς — πλακουντικός like a cake masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητροπλακουντικός — ή, ό φρ. «μητροπλακουντική αποπληξία» ιατρ. οξύ σύνδρομο τής εγκυμονούσας μήτρας με πλήρη σχεδόν αποκόλληση τού πλακούντα και με μεγάλη αιμορραγία μέσα στο μυομήτριο, κάτω από το περιμήτριο και κάτω από το περιτόναιο τών εξαρτημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πλακουντηρός — ά, όν, Α πλακουντικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + επίθημα ηρός (πρβλ. νοσ ηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
πλακούντινος — η, ον, Α [πλακοῡς, οῡντος] πλακουντικός* … Dictionary of Greek