πλαγγών

πλαγγών

πλαγγών, ῶνος, ὁ, eine Wachspuppe, Callim. Ger. 92 u. VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλαγγών — η / πλαγγών, όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλαγγόνα, η, Ν μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κέρινη κούκλα με αρκετά πεπλατυσμένο σώμα και κινητά χέρια και πόδια αρχ. (κατά τον Ησύχ.) α) «σφαῑρα, καλαθίς» β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… …   Dictionary of Greek

  • πλάγγων — πλάγγος eagle masc gen pl πλάζω turn aside pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγγόνιον — τὸ, Α [Πλαγγών] είδος μύρου το οποίο ονομάστηκε έτσι από το όνομα τού εφευρέτη του που ήταν ο αρωματοποιός Πλάγγων ή Πλαγγών, ή, κατ άλλους, μια εταίρα, η Πλαγγών …   Dictionary of Greek

  • List of ancient Macedonians — This is a list of the ancient Macedonians of Greece (Greek: Μακεδόνες, Makedónes). For other uses, including a list of people from modern day Republic of Macedonia see List of Macedonians Contents 1 Mythology 2 Kings 2.1 Argead Dynasty …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”