- πλανύττω
πλανύττω, = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλανύττω, = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλανύττω — ΜΑ, πλανύσσω Α περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί τού πλανῶμαι. Ο τ. πλαν ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω] … Dictionary of Greek
πλανύττομεν — πλανύττω wander about pres ind act 1st pl (attic) πλανύσσομεν , πλανύττω wander about imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανύττειν — πλανύττω wander about pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανύττων — πλανύττω wander about pres part act masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)