- ποδό-νιπτρον
ποδό-νιπτρον, τό, sp. Form statt ποδάνιπτρον, Iambl., s. Lob. Phryn. 689.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδό-νιπτρον, τό, sp. Form statt ποδάνιπτρον, Iambl., s. Lob. Phryn. 689.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλονιψία — η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον) μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.… … Dictionary of Greek
μετάνιπτρον — μετάνιπτρον, τὸ (Α) η μετανιπτρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + + νίπτρον (< νίπτω «πλένω»), πρβλ. ποδό νιπτρον] … Dictionary of Greek