- πλινθ-υφής
πλινθ-υφής, ές, von Ziegeln erbau't, Aesch. Prom. 448, δόμοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλινθ-υφής, ές, von Ziegeln erbau't, Aesch. Prom. 448, δόμοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδονυφής — ές, Α υφασμένος στη Σιδώνα ή υφασμένος από Σιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σιδόνιος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. πλινθ υφής] … Dictionary of Greek
σινδονυφής — ές, Α υφασμένος όπως η σινδών· [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. πλινθ υφής] … Dictionary of Greek