- ποινητήρ
ποινητήρ, ῆρος, ὁ, Rächer, Strafer, Verfolger, Opp. Hal. 2, 421.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποινητήρ, ῆρος, ὁ, Rächer, Strafer, Verfolger, Opp. Hal. 2, 421.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποινητήρ — ῆρος, ὁ, Α θηλ. τ. ποινήτειρα Μ εκδικητής, τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα τήρ (πρβλ. οδηγη τήρ)] … Dictionary of Greek
ποινητῆρες — ποινητήρ avenger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινήτειρα — ἡ, Μ βλ. ποινητήρ … Dictionary of Greek