ποικιλεύς

ποικιλεύς

ποικιλεύς, , = ποικιλτής, Alexis bei Poll. 7, 35.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποικιλεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλεύς — έως, ὁ, Α ποικιλτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + κατάλ. εύς (πρβλ. στραβ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”