- ποικιλμός
ποικιλμός, ὁ, = ποίκιλσις, ποικιλία, Plut. non posse 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλμός, ὁ, = ποίκιλσις, ποικιλία, Plut. non posse 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλμός — elaboration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλμός — ὁ, Α [ποικίλλω] 1. λεπτή επεξεργασία 2. ποικίλος διάκοσμος, ποικιλία («ἡ Ὀσίριδος στολὴ οὐκ ἔχει... ποικιλμόν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ποικιλμοῦ — ποικιλμός elaboration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλμούς — ποικιλμός elaboration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλμόν — ποικιλμός elaboration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)