πλειστήρης

πλειστήρης

πλειστήρης, ες, meistfach, sehr vielfach, πλειστήρης χρόνος, alle Zeit, Aesch. Eum. 733.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλειστήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) 1. ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολλαπλός 2. (κατ επέκτ.) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, ο μακρός («ἅπας πλειστήρης χρόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + κατάλ. ήρης (πρβλ. κοπ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • πλειστήρη — πλειστήρης manifold neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλειστήρης manifold masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλειστήρης manifold masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστήριος — πλειστήρης manifold masc/fem/neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • πλειστηρίζομαι — Α [πλειστήρης] (ποιητ. τ.) 1. θεωρώ κάτι ως σημαντικό 2. (κατ επέκτ.) καυχώμαι για κάτι («καὶ φίλτρα τόλμης τῆσδε πλειστηρίζομαι τὸν πυθόμαντιν Λοξίαν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • πλειστηριάζω — ΝΑ, πληστηριάζω Α [πλειστήρης] νεοελλ. εκθέτω κάτι σε πώληση με πλειοδοσία, πουλώ σε πλειστηριασμό αρχ. προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή προκειμένου να αγοράσω κάτι σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ («οὐ τιμῆς τεταγμένης πωλοῡσιν, ἀλλ ὡς ἄν δύνωνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”