- πλειστάκις
πλειστάκις u. πλειστάκι, adv., das meiste Mal, meistens, πολλάκις δὲ καὶ ἴσως πλειστάκις, Plat. Phil. 40 d; ὅτι πλ., Xen. oec. 16, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλειστάκις u. πλειστάκι, adv., das meiste Mal, meistens, πολλάκις δὲ καὶ ἴσως πλειστάκις, Plat. Phil. 40 d; ὅτι πλ., Xen. oec. 16, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλειστάκις — mostly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειστάκις — ΝΜΑ, πλειστάκι ΜΑ επίρρ. πάρα πολλές φορές, δηλαδή συχνά («ὅτι πλειστάκις πονηρεύεσεταί σε», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλεον άκις)] … Dictionary of Greek