- πλεύνως
πλεύνως, adv., ion. st. πλεόνως, zu sehr, Her. 5, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλεύνως, adv., ion. st. πλεόνως, zu sehr, Her. 5, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλεύνως — Α επίρρ. ιων. τ. βλ. πλείων … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek