πλεύρωμα

πλεύρωμα

πλεύρωμα, τό, die Rippe, das Rippenstück, Aesch. im plur., ὁμόσπλαγχνα, Spt. 872; auch λέβητος, Ch. 675.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλεύρωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.), στην πρώην επαρχία Έδεσσας, του νομού Πέλλης. * * * το, ΝΑ νεοελλ. πλευρά, πλαγιά λόφου ή όρους αρχ. πλευρά ανθρώπου ή αντικειμένου (α. «ὁμοσπλάγχνων πλευρωμάτων», Αισχύλ.) β. «λέβητος χαλκίου πλευρώματα», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • πλευρωμάτων — πλεύρωμα sides neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρώμασι — πλεύρωμα sides neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρώμασιν — πλεύρωμα sides neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρώματα — πλεύρωμα sides neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Plevroma — Infobox Greek Dimos name = Plevroma name local = Πλεύρωμα periph = Central Macedonia prefec = Pella population = 294 population as of = 2001 area = 4.702 elevation = 70 lat deg = 40 lat min = 42 lon deg = 22 lon min = 7 postal code = 585 00 area… …   Wikipedia

  • Novo Selo — Novo Selo, oder Nowo Selo, kyrillisch Ново село ( Bsp: Serbisch)?/i ist ein weit verbreiteter slawischer Name für Dörfer. Inhaltsver …   Deutsch Wikipedia

  • πέπλωμα — τὸ, Α ένδυμα, φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρωμα: πλευρόν)] …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • χαίτωμα — τὸ, Α χαίτη, λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίτη + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλευρά: πλεύρωμα)] …   Dictionary of Greek

  • χαλάζωμα — τὸ, Μ χάλαζα, κόμπος, ρόζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλευρά: πλεύρωμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”