- πονόεις
πονόεις, εσσα, εν, Arbeit verursachend, Maneth. 4, 372.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πονόεις, εσσα, εν, Arbeit verursachend, Maneth. 4, 372.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πονόεις — εσσα, εν, Α [πόνος] κοπιώδης, κοπιαστικός … Dictionary of Greek
πονόεντα — πονόεις toilsome neut nom/voc/acc pl πονόεις toilsome masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek