- ποντο-γενής
ποντο-γενής, ές, meergeboren, Orph. H. 54, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποντο-γενής, ές, meergeboren, Orph. H. 54, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριγενής — και πυρογενής, ές, ΝΑ (για εργαλεία, όργανα) αυτός που σφυρηλατήθηκε ή κατεργάστηκε με τη χρήση φωτιάς νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται, παράγεται ή σχηματίζεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία 2. φρ. «πυριγενή πετρώματα» (πετρογρ.) παλαιότερη ονομασία τών … Dictionary of Greek