- ποντο-κράτωρ
ποντο-κράτωρ, ορος, ὁ, Meerbeherrscher, Orph. H. 17, nach Herm., v. l. παντοκρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποντο-κράτωρ, ορος, ὁ, Meerbeherrscher, Orph. H. 17, nach Herm., v. l. παντοκρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek