- ποντο-πλάνητος
ποντο-πλάνητος, in od. auf dem Meere umherirrend, Orph. H. 37, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποντο-πλάνητος, in od. auf dem Meere umherirrend, Orph. H. 37, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… … Dictionary of Greek