πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
χερσοπόρος — ον, Μ αυτός που κινείται, που ταξιδεύει στη στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. ὁδoı πόρος, ποντο πόρος)] … Dictionary of Greek
αεροπόρος — Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των… … Dictionary of Greek
μετεωροπόρος — μετεωροπόρος, ον (Α) 1. αυτός που πλανιέται στα ύψη 2. μτφ. α) υψηλόφρων β) ταραγμένος, σαστισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + πόρος (πρβλ. οδοι πόρος, ποντο πόρος)] … Dictionary of Greek
χαμαιπόρος — ον, Α χαμαιβάμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. ποντο πόρος] … Dictionary of Greek
Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… … Dictionary of Greek