- πλατανών
πλατανών, ῶνος, ὁ, der Platanenhain.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατανών, ῶνος, ὁ, der Platanenhain.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατανών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατάνων — πλάτανος Platanus orientalis fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατανῶνος — πλατανών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατανῶσι — πλατανών masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЛАТАН — • Platănus, πλάτανος (от πλατύς, широкий), или восточный клен, в древности был очень любим за свою стройную высоту и тенистые ветви, почему и был посвящен Гению. Ov. met. 10, 95. Особенно знаменита была роща платанов, πλατανών, в… … Реальный словарь классических древностей
επόμνυμι — ἐπόμνυμι και ἐπομνύω (Α) 1. κατόπιν, εν συνεχεία ορκίζομαι («ὧς ἔφαθ’ οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον, ὡς ἐκέλευε» έτσι είπε, κι όλοι οι άλλοι στη συνέχεια ορκίζονταν όπως τούς έλεγε, Ομ. Ιλ.) β. «καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῡμαι» και επί πλέον θα κάνω… … Dictionary of Greek
πλατανώνας — ο / πλατανών, ῶνος, ΝΑ τόπος όπου φύονται πολλοί πλάτανοι, μέρος κατάφυτο από πλατάνους, πλατανότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάτανος + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek