πλαταμών

πλαταμών

πλαταμών, ῶνος, ὁ, jeder platte, flache, breite Körper, bes. ein breiter, platter Stein; H. h. Merc. 128; Strab. u. Sp.; vom flachen Gestade, Ap. Rh. 1, 365 (Phot. τὸ παραϑαλάσσιον πλατὺ χωρίον), u. so a. sp. D.; bei Arat. 993 ein breiter, platter, aus dem Meere hervorragender Felsen; vgl. Opp. Hal. 1, 121; bei Pol. 10. 48 breite Steine od. Felsen im Bette eines Flusses; vgl, Zon. 9 (VII, 401); a. sp. D.; Opp. Hal. 5, 650 steht πλαταμῶνες ϑαλάσσης für »Meer«.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλαταμών — any broad flat body masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶνα — πλαταμών any broad flat body masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶνας — πλαταμών any broad flat body masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶνες — πλαταμών any broad flat body masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶνι — πλαταμών any broad flat body masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶνος — πλαταμών any broad flat body masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶσι — πλαταμών any broad flat body masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶσιν — πλαταμών any broad flat body masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμώνων — πλαταμών any broad flat body masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Platamonas — Πλαταμώνας …   Deutsch Wikipedia

  • πλάταμος — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλαταμών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”