- πλατανιστής
πλατανιστής, ὁ, dor. πλατανιστάς, 1) = πλατανών, Paus. 3, 14, 8. – 2) ein unbekannter Fisch, Plin. H. N. 9, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατανιστής, ὁ, dor. πλατανιστάς, 1) = πλατανών, Paus. 3, 14, 8. – 2) ein unbekannter Fisch, Plin. H. N. 9, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατανιστής — ὁ, Α ονομασία ποτάμιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., την ύπαρξη τής οποίας υποθέτουμε λόγω τού λατ. platanista «είδος ψαριού». Η λ. είναι πιθ. δάνεια, η οποία έχει παρετυμολογικώς συνδεθεί με τον τ. πλατάνιστος / πλάτανος*] … Dictionary of Greek
πλατανιστᾶν — πλατανιστής fish masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατανιστᾷ — πλατανιστής fish masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατανίστα — η, Ν ζωολ. γένος ποταμόβιων δελφινιών τής οικογένειας Platanistidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. platanista < λατ. platanista «είδος ψαριού» (βλ. λ. πλατανιστής)] … Dictionary of Greek
κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… … Dictionary of Greek