- πλατανιστοῦς
πλατανιστοῦς, ὁ, zsgzgn statt πλατανιστόεις, = πλατανών, Theogn. 882.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατανιστοῦς, ὁ, zsgzgn statt πλατανιστόεις, = πλατανών, Theogn. 882.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατανιστούς — οῡντος,και δωρ. και λακων. τ. πλατανιστάς, ὁ, Α δάσος από πλατάνια, πλατανώνας («καὶ χωρίον Πλατανιστάς ἐστιν ἀπὸ τῶν δένδρων», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατάνιστος «πλάτανος» + κατάλ. οῦς, οῦντος (βλ. οεις)] … Dictionary of Greek
πλατανίστους — πλατάνιστος fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατανιστοῦντα — πλατανιστοῦς grove of plane trees masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατανιστοῦντος — πλατανιστοῦς grove of plane trees masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)