ποντιάς

ποντιάς

ποντιάς, άδος, ἡ, bes. p. fem. zu πόντιος; ἅλμα, Pind. N. 4, 36; γέφυρα, I. 3, 38, der Isthmus; αὔρα, Eur. Hec. 444; χελώνη, Crates bei Ath. III, 117 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποντιάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντιάς — άδος, η, ΝΑ αυτή που ανήκει στον πόντο, στη θάλασσα (α. «ποντιὰς αὔρα» β. «ποντιὰς ἅλμα», Πίνδ.) αρχ. φρ. «ποντιὰς γέφυρα» ο ισθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κατάλ. ιάς (πρβλ. νησ ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • ποντίας — ποντίᾱς , πόντιος of the sea fem acc pl ποντίᾱς , πόντιος of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλος Ποντιάς — Οικισμός (υψόμ. 740 μ., 164 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Ποντιάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 820 μ., 167 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσον του νομού, 56 χλμ. ΝΑ της πόλης της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων …   Dictionary of Greek

  • ποντιάδα — ποντιάς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντιάδες — ποντιάς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντιάδος — ποντιάς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντιάδων — ποντιάς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PALAEMON — I. PALAEMON Grammaticus Vicentinus, qui Romae vixit, sub Tiberio et Claudio Imepratorib. tantâ vir arrogantiâ, ut M. Varronem porcum appellaret; secum autem et natas et morituras literas iactaret. Luxuriae quoque ita indulsit, ut saepius in die… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ROSMARINUS — λιβανωτὶς est coronaria Veterum Salmasio ad Solin. p. 405. Aliquando Ros simpliciter, ut apud Ovidium, Fast. l. 4. v. 440. Pars thyma, pars rorem, pars meliloton amant. Eo Lares coronatos, docet Horatius, Parvos coronatantem mavinô Rore Deos,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”