- ποντιστής
ποντιστής, ὁ, der ins Meer Werfende, Paus. 8, 52, v. l. καταπ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποντιστής, ὁ, der ins Meer Werfende, Paus. 8, 52, v. l. καταπ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποντιστής — ο, ΝΑ [ποντίζω] αυτός που ρίχνει κάτι στη θάλασσα αρχ. μτφ. καταστροφέας … Dictionary of Greek