- πλατύ-λογχος
πλατύ-λογχος, breitspitzig, mit breiter Lanzenspitze, ἀκόντιον, Ar. u. Men. bei Poll. 10, 144; τὸ πλ., als subst., breitspitzige Lanze, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύ-λογχος, breitspitzig, mit breiter Lanzenspitze, ἀκόντιον, Ar. u. Men. bei Poll. 10, 144; τὸ πλ., als subst., breitspitzige Lanze, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσόλογχος — ον, Α 1. (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.) 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι στρατιωτικό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λογχος (< λόγχη),… … Dictionary of Greek
πλατύλογχος — ον, Α 1. αυτός που έχει πλατιά αιχμή («πλατύλογχα ἀκόντια», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατύλογχον λόγχη με πλατιά αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λογχος (< λόγχη)] … Dictionary of Greek