- πλατύ-νωτος
πλατύ-νωτος, breitrückig, Batr. 287.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύ-νωτος, breitrückig, Batr. 287.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρύνωτος — εὐρύνωτος, ον (Α) αυτός που έχει ευρέα νώτα, φαρδιές πλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νωτος (< νώτα), πρβλ. πλατύ νωτος, υψηλό νωτος] … Dictionary of Greek
πλατύνωτος — η, ο / πλατύνωτος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πλατιά νώτα, ευρύνωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + νῶτον (πρβλ. ευρύ νωτος)] … Dictionary of Greek