- πλατύνω
πλατύνω, breit machen, dah. ausbreiten, verbreiten, erweitern, pass., Xen. Cyr. 5, 5, 34 u. Rhett., breit, platt aussprechen, auch sich breit machen, großthun, Timon. bei Diog. L. 4, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύνω, breit machen, dah. ausbreiten, verbreiten, erweitern, pass., Xen. Cyr. 5, 5, 34 u. Rhett., breit, platt aussprechen, auch sich breit machen, großthun, Timon. bei Diog. L. 4, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύνω — πλατύνω, πλάτυνα, πεπλατυσμένος βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: πλατύνω : η μτχ. πεπλατυσμένος απαντάται κυρίως ως επίθετο (→ πλατύς και σχεδόν επίπεδος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλατυνῶ — πλατύνω widen fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύνω — πλατύ̱νω , πλατύνω widen aor subj act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen pres subj act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen pres ind act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… … Dictionary of Greek
πλατύνω — πλάτυνα, βλ. πλαταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπλατυσμένα — πλατύνω widen perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλατυσμένᾱ , πλατύνω widen perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλατυσμένᾱ , πλατύνω widen perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλάτυνται — πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg πλατύνω widen perf ind mp 3rd pl (epic ionic) πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύνεαι — πλατύνω widen fut ind mid 2nd sg (epic ionic) πλατύ̱νεαι , πλατύνω widen aor subj mid 2nd sg (epic) πλατύ̱νεαι , πλατύνω widen pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπλάτυνται — πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg πλατύνω widen perf ind mp 3rd pl (epic ionic) πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλατυσμένον — πλατύνω widen perf part mp masc acc sg πλατύνω widen perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλατυσμένων — πλατύνω widen perf part mp fem gen pl πλατύνω widen perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)