πλύντης

πλύντης

πλύντης, , der schmutzige Kleider durch Treten im πλυνός Waschende u. Reinigende, Poll. 7, 37; doch verwerfen die Gramm. die Form, s. Lob. Phryn. 256 u. πλύτης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλύντης — clothes cleaner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύντης — ο αυτός που έχει ως επάγγελμα το πλύσιμο ρούχων, πιάτων, αυτοκινήτων κτλ.: Ζητείται πλύντης για γκαράζ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλύντης — ο, θηλ. πλύντρια, ΝΑ [πλύνω] αυτός που πλένει, ιδίως ρούχα …   Dictionary of Greek

  • Προκύων ο πλύντης — (Procyon lotor). Θηλαστικό της οικογένειας των προκυνιδών ή προκυονιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ο δεύτερος όρος του ονόματός του οφείλεται στην ιδιόρρυθμη συνήθεια του ζώου να πλένει την τροφή πριν την φέρει στο στόμα· λόγω της συνήθειάς του… …   Dictionary of Greek

  • πλύνται — πλύντης clothes cleaner masc nom/voc pl πλύντᾱͅ , πλύντης clothes cleaner masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύντας — πλύντᾱς , πλύντης clothes cleaner masc acc pl πλύντᾱς , πλύντης clothes cleaner masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμμοπλύτης — ἀμμοπλύτης, ο (Μ) αυτός που πλένει την άμμο περισυλλέγοντας ψήγματα χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + μτγν. ουσ. πλύντης, από όπου το πλύτης ή πιθ. απευθείας από το ρ. ἀμμοπλύνω*] …   Dictionary of Greek

  • πλύντρια — η, ΝΑ βλ. πλύντης …   Dictionary of Greek

  • πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πλύτης — ου, ὁ, Α πλύντης …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπλύτης — ὁ, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που πλένει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πλύτης, άλλος τ. τού πλύντης (< πλύνω), πρβλ. ἱματιο πλύτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”